Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το νούμερο

  • 1 номер

    номер м 1) ο αριθμός, το νούμερο· \номер обуви το νούμερο παπουτσιών \номер телефона ο αριθμός τηλεφώνου· я живу в доме \номер... μένω στο σπίτι αριθμός... 2) (в гостинице) το δωμάτιο· одноместный (двухместный) \номер το μονό ( διπλό) δωμάτιο
    * * *
    м
    1) ο αριθμός, το νούμερο

    но́мер о́буви — το νούμερο παπουτσιών

    но́мер телефона — ο αριθμός τηλεφώνου

    я живу́ в до́ме но́мер... — μένω στο σπίτι αριθμός…

    2) ( в гостинице) το δωμάτιο

    одноме́стный (двухме́стный) но́мер — το μονό (διπλό) δωμάτιο

    Русско-греческий словарь > номер

  • 2 номер

    номер
    м
    1. ὁ ἀριθμός, τό νούμερο:
    порядковый \номер αὐξων ἀριθμός· \номера по порядку κατ' αὐξοντα ἀριθμόν какой \номер о́буви ты носишь? τί ἀριθμό (или νούμερο) παπούτσια φορείς;· \номер квартиры (дома) ἀριθμός τοῦ διαμερίσματος (τοῦ σπιτιοῦ)·
    2. (газеты и т. ἡ.) τό φύλλο/ τό τεῦχος (журнала):
    сегодняшний \номер газеты τό σημερινό φύλλο τής ἐφημερίδας·
    3. (в гостинице и т. п.) τό δωμάτιο·
    4. (о выступлении артиста) τό νούμερο:
    сольный \номер τό σόλο, ἡ μονωδία·
    5. воен.:
    \номер орудийного расчета ὁ πυροβολητής· ◊ этот \номер не пройдет разг αὐτό τό κόλπο δέν θά περάσει· выкинуть \номер κάνω παραξενιές.

    Русско-новогреческий словарь > номер

  • 3 размер

    размер м 1) (величина) το μέγεθος· η έκταση (масштаб) 2) (номер) о αριθμός, το νούμερο (обуви)' το μέγεθος (одежды) ◇ в двойном \размере διπλά
    * * *
    м
    1) ( величина) το μέγεθος; η έκταση ( масштаб)
    2) ( номер) ο αριθμός, το νούμερο ( обуви); το μέγεθος ( одежды)
    ••

    в двойно́м разме́ре — διπλά

    Русско-греческий словарь > размер

  • 4 размер

    размер
    м
    1. (величина) τό μέγεθος, ἡ ἔκταση [-ις]:
    стол \размером в метр τραπέζι μεγέθους ἐνός μέτρου· \размер комнаты οἱ διαστάσεις τοῦ δωματίου· \размер заработной платы τό ποσόν τοῦ μισθοῦ·
    2. (мерка, номер) ὁ ἀριθμός, τό νούμερο:
    \размер ботинок τό νούμερο (или ὁ ἀριθμός) τῶν παπουτσιών
    3. (степень) Ί\ ἔκταση:
    \размер бедствия ἡ ἔκταση καταστροφής· в небольших \размерах σέ μικρή ἔκταση· в широких \размер"ах σέ μεγάλη ἔκταση·
    4. (стиха) τό μέτρο[ν]·
    5. муз. ὁ χρόνος.

    Русско-новогреческий словарь > размер

  • 5 номер

    κ. παλ. нумер
    α.
    1. αριθμός, νούμερο•

    номер дома αριθμός σπιτιού•

    номер телефона αριθμός τηλεφώνου•

    номер автомобиля αριθμός αυτοκινήτου.

    2. φύλλο τεύχος•

    номер газеты φύλλο της εφημερίδας•

    номер журнала τεύχος περιοδικού.

    || παλ. ξενοδοχείο.
    3. (για παράσταση θεάματος) το νούμερο.
    4. μτφ. πράξη παράξενη, απρόοπτο πράγμα κόλπο.
    5. υπηρέτης πυροβόλου, πολυβόλου κ.τ.τ., ρυθμιστής.

    Большой русско-греческий словарь > номер

  • 6 аттракцион

    аттракцион
    м ἡ ἀτραξιόν, τό νούμερο.

    Русско-новогреческий словарь > аттракцион

  • 7 цирковой

    цирк||овой
    прил τοῦ τσίρκου:
    \цирковойовой номер τό νούμερο τσίρκου.

    Русско-новогреческий словарь > цирковой

  • 8 размер

    [ραζμιέρ] ουσ. α. μέγεθος, νούμερο, έκταση

    Русско-греческий новый словарь > размер

  • 9 размер

    [ραζμιέρ] ουσ α μέγεθος, νούμερο, έκταση

    Русско-эллинский словарь > размер

  • 10 аттракцион

    α.
    ατραξιόν (θέαμα ελκυστικό)• νούμερο θεάματος.

    Большой русско-греческий словарь > аттракцион

  • 11 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 12 десятка

    θ.
    1. ο αριθμός 10 (δέκα). || το δεκάρι•

    пиковая десятка το δέκα μπαστούνι.

    || το νούμερο 10 (για τραμ, λεωφορείο κλπ.).
    2. βλ. десятирублвка.
    3. δεκάκωπη βάρκα.

    Большой русско-греческий словарь > десятка

  • 13 дивертисментный

    επ.
    ψυχαγωγικός•

    дивертисментный номер ψυχαγωγικό νούμερο.

    Большой русско-греческий словарь > дивертисментный

  • 14 клоунада

    θ.
    κλοουνάδα (νούμερο εκτελούμενο από πολλούς κλόουν). || κωμική απομίμηση κλοουνάδας.

    Большой русско-греческий словарь > клоунада

  • 15 концертировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ. παίζω στη συναυλία, εκτελώ νούμερο.

    Большой русско-греческий словарь > концертировать

  • 16 продолжение

    ουδ.
    1. συνέχιση, εξακολούθηση•

    продолжение работы συνέχιση της εργασίας.

    || συνέχεια.• продолжение в следующем номере η συνέχεια στο επόμενο νούμερο (φύλλο)•

    продолжение следует ακολουθεί (έπεται) συνέχεια.

    2. επέκταση, επιμήκυνση• προέκταση•

    деревянный забор -каменной стены ο ξύλινος περίβολος είναι προέκταση του πέτρινου τοίχου.

    || παράταση•

    -перемирия παράταση της ανακωχής•

    продолжение отпуска παράταση της άδειας.

    εκφρ.
    в продолжение чего – κατά τη διάρκεια, στη διάρκεια, διαρκούντος, διαρκούσης•
    в продолжение обеда – κατά το γεύμα•
    в продолжение бури – διαρκούσης της θύελλας.

    Большой русско-греческий словарь > продолжение

  • 17 размер

    α.
    1. μέγεθος• μέτρο•

    картина большого -а πίνακας μεγάλου μεγέθους•

    костюм большого -а κοστούμι μεγάλου μεγέθους•

    размер туфлей μέτρο (νούμερο) παπουτσιών.

    || διάσταση•

    комната большого -а δωμάτιο μεγάλων διαστάσεων (μεγάλου εμβαδού).

    2. ανάπτυξη•

    национально-освободительное движение приняло широкие -ы το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα πήρε μεγάλες διαστάσεις (έκταση).

    || κλίμακα•

    опыты в малом -е πειράματα σε μικρή κλίμακα.

    3. (φιλγ.) μέτρο•

    размер стихов το μέ-μέτρο των στίχων•

    ямбический размер ιαμβικό μέτρο.

    (μουσ.) μέτρο•

    вальсы и мазурки пишутся -ом в три четверти τα βαλς και οι μαζούρκες γράφονται σε μέτρο τρία τέταρτα (зд)-размеренность, -и θ.

    ρυθμικότητα, κανονικότητα, μέτρο.

    Большой русско-греческий словарь > размер

  • 18 реприз

    α. κ. реприза
    θ.
    1. (μουσ.)
    επανάλειψη τραγουδιού ή μέρους. || σημείο ε-παναλειψης.
    2. αστείο νούμερο (γελωτοποιού ή άλλου καλλιτέχνη).

    Большой русско-греческий словарь > реприз

  • 19 свежий

    επ., βρ: свеж, -а, -о.
    1. φρέσκος, νωπός•

    -ее мясо φρέσκο κρέας•

    -ее масло το φρέσκο βούτυρο•

    -ие яйца φρέσκα αυγά.• -ая рыба φρέσκο ψάρι•

    -ие огурцы φρέσκα αγγουράκια.

    || αχρησιμοποίητος•

    -ие простыни φρεσκοπλυμένα σεντόνια•

    запрягать -их лошадей ζεύω ξεκούραστα άλογα.

    || καθαρός•

    выходить на свежий воздух βγαίνω στον καθαρό (φρέσκο) αέρα.

    || μτφ. αναζωογονεμένος, φρεσκάτος•

    я проснулся совсем свежий ξύπνησα εντελώς φρεσκάτος.

    2. κρυαδεράς, κρυούτσικος, ψυχρουτσι-κος•

    ночь была -а η νύχτα ήταν κρυαδερή.

    || νεαρός, τρυφερός•

    -ая листва φρέσκο φύλλωμα.

    || μτφ. με ζωντάνια• ζωηρός.
    3. γερός, με ευεξία.
    4. πρόσφατος (όχι παλαιός)•

    след φρέσκο ίχνος•

    -ая могила φρέσκος τάφος•

    свежий номер журнала τελευταίο νούμερο του περιοδικού•

    -ие новости οι τελευταίες ειδήσεις.

    || καινούριος, νέος, άγνωστος, πρω-τοείδωτος, πρωτοφανέρωτος.

    Большой русско-греческий словарь > свежий

  • 20 седьмой

    επ. (αριθμ. τακτικό)• έβδομος• ο, η, το εφτά•

    - ое ή -ого ноября η εφτά του Ηοέμβρη•

    глава -ая κεφάλαιο έβδομο•

    седьмой номер ο έβδομος αριθμός, το εφτά νούμερο•

    две -ых τα δύο έβδομα•

    четверть -ого εξ και τέταρτο της ώρας.

    Большой русско-греческий словарь > седьмой

См. также в других словарях:

  • νούμερο — το (Μ νούμερο και νούμερον) αριθμός νεοελλ. 1. (για ενδύματα και υποδήματα) μέγεθος («τί νούμερο παπούτσι φοράς;») 2. αυτοτελής σκηνή σε επιθεώρηση, σε θέατρο ή σε νυκτερινό κέντρο διασκέδασης 3. οι ηθοποιοί που εκτελούν τις παραπάνω σκηνές 4.… …   Dictionary of Greek

  • νούμερο — το 1. αριθμός: Τι νούμερο παπούτσια φορείς; 2. ένα μέρος από θεατρική επιθεώρηση: Έχει πολλάνούμερα απόψε. 3. μτφ. (για πρόσωπα), ο γελοίος, ο φαιδρός, ο όχι σοβαρός: Είναι το νούμερο της παρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βενέζης, Ηλίας — (Κυδωνίες/Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1904 – Αθήνα 1973). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του πεζογράφου Ηλία Μέλλου. Η οικογένειά του γνώρισε το δράμα του διωγμού από τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ο πατέρας του και μια αδελφή του έπεσαν όμηροι των Τούρκων·… …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • ANT1 — Infobox Network network name = ANT1 network country = Greece network type = Broadcast available = National: International via satellite owner = ANT1 Group key people = launch date = 31 December 1989 founder = Minos Kiriakou slogan = motto = past… …   Wikipedia

  • Elias Venezis — ( el. Ηλίας Βενέζης) was a Greek writer. He was born in 1904 in Ayvalık (Κυδωνίες) in Asia Minor and died in Athens in 1973. He wrote many books throughout his career as an author. His most famous book is Number 31328 . Elias Venezis is not his… …   Wikipedia

  • Labour battalion (Turkey) — A labour battalion (Turkish: Amele Taburu , Greek: Τάγμα Εργασίας Tagma Ergasias ) was a form of unfree labor in late Ottoman Empire and later in Turkish Republic [ Henry Morgentau, Sr., I was sent to Athens , Garden City N. Y.: Doubleday, Doran… …   Wikipedia

  • Pantelis Voulgaris — (griechisch Παντελής Βούλγαρης); * 2. Oktober 1940 in Athen ist ein griechischer Filmregisseur. Neben Theo Angelopoulos ist er der bekannteste Vertreter des neuen griechischen Kinos. An der Athener Filmhochschule hat er Regie studiert.… …   Deutsch Wikipedia

  • Genocide grec pontique — Génocide grec pontique Le Pont et sa situation historique …   Wikipédia en Français

  • Guerre gréco-turque (1919-1922) — Pour les articles homonymes, voir Guerre gréco turque. Guerre gréco turque de 1919 1922 …   Wikipédia en Français

  • Génocide Des Grecs Pontiques — Génocide grec pontique Le Pont et sa situation historique …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»